φιλοβορράς

φιλοβορράς
-ᾱ, ὁ, Α
αυτός που τού αρέσει ο βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + βορρᾶς «βόρειος άνεμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”